- ανάδηλος
- ἀνάδηλος, -ον (Α)πασίδηλος, ολοφάνερος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + -δηλος < δῆλος «φανερός».ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναδηλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
αναδηλώ — ἀναδηλῶ ( όω) [ἀνάδηλος] (ΑΜ) γνωστοποιώ, υποδεικνύω … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek